- πλακίτης
- και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, -ιδος Α1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» — είδος πλακούντα, πίτας2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία*β) είδος στυπτηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πιτυρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.