πλακίτης

πλακίτης
και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, -ιδος Α
1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» — είδος πλακούντα, πίτας
2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία*
β) είδος στυπτηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πιτυρ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλακίτα — πλακί̱τᾱ , πλακίτης flat masc nom/voc/acc dual πλακί̱τᾱ , πλακίτης flat masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πλακίτις — ιδος, ἡ, Α βλ. πλακίτης …   Dictionary of Greek

  • πλακίται — πλακί̱τᾱͅ , πλακίτης flat masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακίτην — πλακί̱την , πλακίτης flat masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακίτου — πλακί̱του , πλακίτης flat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακίτᾳ — πλακί̱τᾱͅ , πλακίτης flat masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”